θαλασσογενῆ

θαλασσογενῆ
θαλασσογενής
sea-born
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
θαλασσογενής
sea-born
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
θαλασσογενής
sea-born
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • θαλασσοσαύρια — (thalassοsauria). Οικογένεια ερπετών που έχει εκλείψει. Είχαν μακρουλό κεφάλι με δύο μεγάλα μάτια. Τα απολιθωμένα λείψανά τους βρέθηκαν σε τριασικά θαλασσογενή στρώματα. Η οικογένεια περιλαμβάνει δύο γένη, το θαλασσοπόρο και το νηκτόσαυρο …   Dictionary of Greek

  • κούλμια σειρά — Σειρά στρωμάτων που αναπτύσσεται γύρω από τα σχιστολιθικά όρη της περιοχής του Ρήνου και αντιστοιχεί προς τη δινάντιο σειρά ή την κατώτερη λιθανθρακοφόρο υποδιάπλαση του παλαιοζωικού αιώνα. Τα στρώματα της κ.σ. είναι θαλασσογενή, αποτελούνται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”